Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2016

9/1/16

κουλουριάζομαι κουλουριάζομαι
τα γονατα στο στηθος
οι αστράγαλοι στραυρομενοι                                                                                                      
τα χερια γυρω απ τα ποδια μου

για να φαινονται μονο τα ματια μου

παει

οι εικόνες, οι λέξεις, οι φράσεις
φτερούγισαν πίσω στη
ραχοκοκαλια μου

και απέμεινα να κοιτάζω
τα ακαμπτα δάχτυλά μου
βλεφαρίζοντασ απορημενη

πως να σε περιγραψω ομορφιά μου;

κανένα τραγούδι, στίχος
ή ποιήμα μου αρκει.
σου αρκει. όχι.

κουλουριάζομαι, κουλουριάζομαι.
τα γόνατα στο στήθος.

για να φαίνονται μόνο τα μάτια μου.
Μου είπες πως σου αρέσουν τα μάτια μου.

για να γίνω μικρή.

ελπίζω έτσι
μικρή
να χωρέσω μέσα σου

Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου 2015

100 μερες

Καπνός, χαρτάκια, φιλτράκια
και στρίβε
στρίβε, στρίβε.
Έλα μου που δεν καπνίζω
πλέον.

Μα μου αρέσει η μυρωδιά.
Μου κρατάει συντροφιά.
Τώρα που δεν είσαι εδω...

Δεν κλείνω τα παράθυρα
και ας έχει πιάσει κρύο...

Τα φύλλα στα δέντρα
κιτρινοκόκκινα.
Η γλυκιά μυρωδιά της Βαλτικής.

Οι γλάροι πετάνε πάνω απ τις ταράτσες
κρώζοντας θλιβερά,
θυμίζοντας άλλα μέρη
άλλες εποχές.

Το χώμα αναδίδει νόστο.

Η κούπα με το τσάι αχνίζει
τα παγωμένα μου χέρια
η χνουδωτή κουβέρτα στους ώμους.
Έβαλα το τσαγερό να βράσει.

Κοίταξα τον τοίχο.
Το ημερολόγιο. Τις 100 μέρες
γραμμή τη γραμμή σβησμένες...

Άφησα την κούπα.
Σήκωσα το σακίδιο,
άνοιξα την πόρτα.
Χαμογέλασα και κλείδωσα.

Το τσαγερό άρχισε να σφφυρίζει.

Παρασκευή 11 Σεπτεμβρίου 2015

το σχέδιο

μόνο τα σοκάκια αλλάξανε.

πλακόστρωτα δρομάκια.
τούβλινοι τοίχοι.
Παράθυρα που τρίζουνε
και παγωμένες λακούβες.

βγαίνω στο σκοτάδι,
τότε που μακραίνουν οι σκιές
και το χιόνι πνίγει τα βήματά μας.

η χαρά του ήλιου ακόμα με τρομάζει.

εδώ που με ανάγκασα να ζω.
με τα σύννεφα, το γκρί, τη νύχτα.
μη με πιάσουν.μη με καταλάβουν.
για το σχέδιο.

στα κλεφτά.
βιαστικά, αλαφροπάτητη.
για το σχέδιο.

στα ανήληαγα σοκάκια.
υπόκοφος αντήλαλος.
για το σχέδιο.

και κάθε φορά ακούω
όταν κάνεις σχέδια
ο θεός γελάει.

μα εδώ
θεός δεν υπάρχει.

άρα δεν γελά κανείς.

Τετάρτη 12 Αυγούστου 2015

Σπίτι

Παρακμιακή γοητεία.
Ναι, αυτό ήταν το όνομά σου.
Έτσι ήθελα να σε θυμάμαι.

Τι γκριζουπόλεις
με τους πολύχρωμους ανθρώπους,
Τις μυρωδιές απ τα μπαχάρια και τα καπνά.
Τα καλοκαιρινά μεθύσια στις πλατείες.
Μπύρα περιπτέρου.
Τα κιτρινισμένα σου χωράφια
και μαύρο σου χώμα.
Τα φθινοπώρια ανθισμένα,
τις πυγολαμπίδες στην απόχη.
Τζάκι, κάστανα στη θράκα
και ρακί.

Έτσι θέλω να σε θυμάμαι.

όχι, τώρα
που οι πλατείες μυρίζουν κάτουρο,
και οι πολυκατοικίες φαντάζουν πιο ψηλές.
Που οι άνθρωποι κουβαλούν βλέμμα νεκρό.

Όχι δεν θα σε θυμάμαι έτσι.
Κλείσε τα μάτια mon cher.
Πιάσε το χέρι μου.
Απόψε δραπετεύουμε.

Πάμε να δούμε αλλού το ξημέρωμα.

Σάββατο 18 Απριλίου 2015

30/1/2015

Συνίθισα την μυρωδιά
απ τα σπίρτα,
Το φως απ τα κεριά
μέσα στο δωμάτιο.
Τις σταγόνες στο παράθυρο.
Το να μετράω πλακάκια στο δρόμο.
Τα χέρια μου να χαιδεύουνε τα κάγκελα.

Υψώνοντας τα μάτια μου σε ένα
μόνιμα γκρίζο ουρανό.

Και τώρα ξαφνικά
θεριεμένες θάλασσες και ωκεανοί,
αφρισμένα κύματα σε μαύρους βράχους.
Χρυσαφιά απέραντα λιβάδια
με στάχυα και ανεμώνες.
Τα τζιτζίκια το σούρουπο
και ματωμένα ηλιοβασιλέματα.
Το κάψιμο του θέρους σε
πλακόστρωτες αυλές
με μια νότα από καρπούζι.
Ξημερώματα με πάχνη.
Τα χέρια μου στους κορμούς των δέντρων.
Ήχοι από ρυάκια.
Η μυρωδιά απ τα βρύα.
Ο αέρας στα μαλλιά μου...

Αυτό μου θυμίζει
το εγώ και εσύ.

Το ήλιο στο πρόσωπό μου
και γάργαρα
ανόθευτα
χαμόγελα.

Τσιγάρο για το δρόμο

Οι καρέκλες ξύλινες
με ψάθινα καθίσματα.
Τσίγκινα, βαμμένα μαύρα
τραπεζάκια.Στρόγγυλα.
Μια κανάτα κρασί.
Μικρές κούπες.

Γιατί δεν φτάνουν τα λεφτά μας
για κάτι άλλο, καλέ μου.

Και όλο στρίβω.
Στρίβω τον καπνό.
Το χαρτάκι πάνω κάτω.
Πάνω κάτω.
Τα δάχτυλά μου κίτρινα απ την νικοτίνη.
Σάλιο και φιλτράκι.

Αναπτήρα κανείς;

Και εσύ μου κράταγες το χέρι
που και που.
Με κοίταγες στα μάτια.
Με αυτά τα υπέροχα πράσινα μάτια.

Προσπαθούσα να χαμογελώ, συγκρατημένα.
Με κρυφές ματιές και κοκκίνισμα στα μάγουλα.
Κοφτές ανάσες.
Όσο μου κρατούσες το χέρι.

Γιατί βλέπεις, οι πικρίες αμέτρητες
και τα αντίο ακόμα πιο πολλά.
Δίχως εξηγήσεις. Για να μην μιλήσω
για δάκρυα.

Για να σκληρύνω.

Έτσι δεν σε κοιτάω πολύ.
Τα λόγια μου λίγα
Και στρίβω τον καπνό.
Στρίβω, στρίβω...
Για να έχω ένα τσιγάρο
για το νομοτελειακό
αντίο.

Για να έχω ένα τσιγάρο
για το δρόμο.

Αγρίνιο

Το σπρέι δεν έχει
στεγνώσει ακόμα.
Μαύρες σταγόνες τρέχουν
σε γκρίζες πολυκατοικίες.

Σωροί από τσιγάρα
στις γωνίες.
Μισοτελειωμένες μπύρες.
Απόηχοι απο τσαμπουκάδες
και μπάφους.

Η εικόνα σου κάθε μέρα.
Ξανά και ξανά και ξανά.

Ίδιοι άνθρωποι.
Ίδιες κουβέντες.
Ίδιες μαλακίες.
Το ίδιο ερώτημα:
Ποιός θα κεράσει;

Μα από εδώ πάνω
φαντάζεις αλλιώτικη.

Εδώ που οι ευκάλυπτοι
και τα πεύκα αλλάζουν την μυρωδιά σου.
Που η ομίχλη σκεπάζει
το γκρίζο
και ακούγονται μόνο αηδόνια.

Αυτά τα πρωινά σ'αγαπάω
που όλοι κοιμούνται
και όλα φαίνονται καινούργια.

Σου άφησα ένα κλαράκι έλατο
στο αγαπημενο μου παγκάκι.
Για να με θυμάσαι.

Γιατί,ξέρεις,
εύχομαι, ποτέ μου
να μην γυρίσω.